- ἐξαρτήσῃς
- ἐξαρτάωhang uponaor subj act 2nd sg (attic ionic)ἐξαρτάωhang uponaor subj act 2nd sg (attic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φεουδαρχία — Bλ. λ. φεουδαλισμός. * * * η, Ν 1. (γενικά) πολιτικοοικονομικό σύστημα που αντικατέστησε το σύστημα τής δουλείας και το οποίο στηριζόταν στο σύστημα κατοχής τής γής με βάση το φέουδο και στη θέσπιση προσωπικών αμοιβαίων υποχρεώσεων και καθηκόντων … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
δημόσια υπηρεσία — Η οργανωμένη επιχείρηση που λειτουργεί υπό τη διεύθυνση εκείνων που κυβερνούν, για την εξυπηρέτηση του κοινού. Κατά μία εκδοχή το κράτος αποτελεί ομάδα δ.υ. που συνεργάζονται μεταξύ τους και οι οποίες έχουν οργανωθεί και ελέγχονται κατά τη… … Dictionary of Greek
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
ανεψιαδούς — ἀνεψιαδοῡς, ο (Α) ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού ( ιδ ) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. ιδούς… … Dictionary of Greek
αντίληψη — Η λειτουργία που επιτρέπει στον άνθρωπο και στα πιο εξελιγμένα ζώα να διαλέγουν και να τοποθετούν μέσα σε λογικά σύνολα τις πληροφορίες που δέχονται από τα αισθητήρια όργανα. Έτσι, αν και κατά κανόνα οι α. πηγάζουν από αισθητηριακές διαδικασίες,… … Dictionary of Greek
αποικιοκρατία — Ο όρος αποικία, με το σύγχρονο περιεχόμενό του, σημαίνει μια εδαφική μονάδα έξω από τα γεωγραφικά όρια ενός κράτους, προς το οποίο συνδέεται με δεσμούς εξάρτησης τόσο στο διοικητικό όσο και στο οικονομικό πεδίο. Η ιστορία της δημιουργίας αποικιών … Dictionary of Greek
αστικοποίηση — Όρος που δηλώνει τον βαθμό συγκέντρωσης του πληθυσμού μίας χώρας ή περιοχής στα αστικά κέντρα, δηλαδή (σύμφωνα με όσα ισχύουν στην Ελλάδα) σε οικισμούς που έχουν περισσότερους από 10.000 κατοίκους. Η προτίμηση των ανθρώπων προς τις πόλεις είναι… … Dictionary of Greek
αυτονομία — Όρος που χρησιμοποιείται κατά κανόνα ως συνώνυμος της αυτάρκειας και της μη εξάρτησης. Στα νομοθετικά κείμενα και στο λεξιλόγιο των πολιτικών συγγραφέων η λέξη α. δεν έχει ακριβολογημένη νομική έννοια και χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει τομείς… … Dictionary of Greek
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek